- κατόπισθεν
- κατόπισθενbehindindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατόπισθεν — (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν) επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ. β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως 2. σε δεύτερη μοίρα… … Dictionary of Greek
κατόπισθε — κατόπισθεν behind poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
созади — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. ἐκτῶν, ἐξόπισθε, ὀπίσω, κατόπισθεν) сзади, позади. … Словарь церковнославянского языка
κατάπιστα — (Μ) επίρρ. από πίσω, το κατόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κατοπιστά (με αφομοίωση τού ο σε α < κατόπι(ν) ή κατόπισθεν + στά, κατά τα επιρρ. σέ στά, πρβλ. μπροστά] … Dictionary of Greek
κατοπίσω — (Α) επίρρ. κατόπισθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀπίσω] … Dictionary of Greek
κατόπιθεν — (Α) επίρρ. βλ. κατόπισθεν … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
κατόπισθ' — κατόπισθε , κατόπισθεν behind poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)